μεριάζω

μεριάζω
μέριασα, μεριασμένος, παραμερίζω, υποχωρώ: Μέριασε, βράχε, να διαβώ (Αρ. Βαλαωρίτης).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεριάζω — μεριάζω, μέριασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μεριάζω — [μεριά] 1. παραμερίζω, μετακινούμαι, υποχωρώ από τον τόπο μου («μέριασε, βράχε, να διαβώ», Βαλαωρ.) 2. μετακινώ, απομακρύνω, παραμερίζω κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”